δρύεται

δρύεται
δρύεται· κρύπτεται, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δενδρύω — (Α) 1. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό 2. ξεκουράζομαι κάτω από δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιτατικό αναδιπλασιασμένο τ. Στη γλώσσα τού Ησυχίου μαρτυρείται τ. δρύεται «κρύπτεται». Η υπόθεση ότι το δρύεται απαντά αντί τού αμάρτυρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”